Μάριμπορ

Μάριμπορ
(σλοβεν. Maribor, γερμ. Marburg). Πόλη (93.847 κάτ. το 2002) της Σλοβενίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (110.668 κάτ.). Η πόλη είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Δράβου, κοντά στα σύνορα της χώρας με την Αυστρία. Ο ιστορικός πυρήνας της βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού, ενώ η πρόσφατη ανάπτυξη της πόλης σημειώθηκε στην απέναντι όχθη. Η Μ. αποτελεί γεωργικό και σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, καθώς διαθέτει εργοστάσια αυτοκινήτων, αεροσκαφών, γεωργικών μηχανών, υφαντουργίας, χημικών προϊόντων κ.ά. Εξίσου σημαντικός παράγοντας στην οικονομία της πόλης είναι και ο τουρισμός. Από το 1975 στη Μ. λειτουργεί πανεπιστήμιο. Ανάμεσα στα καλλιτεχνικά μνημεία της Μ. ξεχωρίζει ο καθεδρικός ναός του 12ου αι., ένα εντυπωσιακό κάστρο του 15ου αι. καθώς και το αναγεννησιακό οικοδόμημα στο οποίο στεγάζεται το δημαρχείο. Η ίδρυση της πόλης ανάγεται στην αρχαιότητα και αρχικά είχε κατοικηθεί από σλοβενικούς πληθυσμούς. Υπό την κατοχή των Αυστριακών, μετά τον 10ο αι., με την ονομασία Μάρμπουργκ, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της Στυρίας. Το 1480 καταλήφθηκε από τον Ματθία Κορβίνο, βασιλιά της Ουγγαρίας, και αργότερα αντιστάθηκε σθεναρά δύο φορές στις εφόδους των Τούρκων (1529 και 1531). Στις αρχές του 20ού αι. (1919) το Μ. αποτέλεσε τμήμα του βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (η μεταγενέστερη Γιουγκοσλαβία), και περιήλθε στη Σλοβενία μετά την αυτονομία της τελευταίας το 1991.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γιάντσαρ, Ντράγκο — (Drago Yancar, Μάριμπορ 1948 –). Σλοβένος νομικός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά, άσκησε όμως κυρίως τη δημοσιογραφία, συνεργαζόμενος με μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες της πατρίδας του. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία,… …   Dictionary of Greek

  • Δράβος — (γερμ. Drau, σερβοκροατ. και ουγγρ. Drάva). Ποταμός (720 χλμ.) της νοτιοκεντρικής Ευρώπης, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη. Πηγάζει στην Ιταλία, στα Α του ορεινού συγκροτήματος των Δολομιτικών Άλπεων, Σέλα, στην ανατολική ζώνη της κοιλάδας… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …   Dictionary of Greek

  • Σλόμσεκ, Αντόν Μαρτίν — (Slomsek). Σλοβένος ιερωμένος (Επίσκοπος), ποιητής και διηγηματογράφος. (Σλομ, Πόνικβα Μάριμπορ 1800 1862). Πολέμησε την προσπάθεια γερμανοποίησης της πατρίδας του και έγραψε ποιήματα εμπνευσμένα από τη λαϊκή ποίηση καθώς και κείμενα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”